-
1 πανδεινος
21) чрезвычайно страшный, ужасный(ἀδικία Plat.; πρᾶγμα Dem.)
πάνδεινα ἡγήσασθαι πεπονθέναι Luc. — считать себя страшно обиженным2) весьма искусный(πολλὰ περὴ τὰς ἀρχὰς διαπονεῖσθαι Plat.; ἐν τοῖς λόγοις ἀγωνιστής Luc.)
1 πανδεινος
(ἀδικία Plat.; πρᾶγμα Dem.)
(πολλὰ περὴ τὰς ἀρχὰς διαπονεῖσθαι Plat.; ἐν τοῖς λόγοις ἀγωνιστής Luc.)